Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: Ανισότητες στο νέο φορολογικό – Ωφελούνται οι μεσαίοι και υψηλόμισθοι, αδικούνται οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι
 
																																		Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), στη γνωμοδότησή της για τα φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, διαπιστώνει ένα άνισο μίγμα ωφελειών και αδικιών. Ενώ ορισμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι υψηλόμισθοι και οι εργαζόμενοι γονείς με μεσαία εισοδήματα, φαίνεται να κερδίζουν έστω και μερικώς, οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι χαμηλόμισθοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, καθώς οι παρεμβάσεις κρίνονται ανεπαρκείς για τη στήριξή τους.
Ελάφρυνση για λίγους, στασιμότητα για τους πιο αδύναμους
Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι οι μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές για μισθούς, συντάξεις και εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ωφελούν κυρίως όσους διαθέτουν μεσαία ή υψηλότερα εισοδήματα. Αντιθέτως, για τους φορολογούμενους με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ – δηλαδή για τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους – το όφελος είναι σχεδόν μηδενικό. Η βασική αιτία, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, είναι ότι δεν τροποποιείται η χαμηλή φορολογική κλίμακα που αφορά τα πρώτα 10.000 ευρώ, ενώ η απότομη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στο αμέσως επόμενο κλιμάκιο (10.000 έως 20.000 ευρώ) παραμένει, έστω και αν ο συντελεστής μειώνεται από 22% σε 20%.
Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι για εργαζόμενους άνω των 25 ετών ή συνταξιούχους με εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ, δεν προκύπτει καμία ελάφρυνση. Αυτό αφορά κυρίως όσους εργάζονται μερικώς ή εποχικά, καθώς και πολλές μητέρες με ανήλικα παιδιά που επιλέγουν τη μερική απασχόληση. Η ΟΚΕ θεωρεί αναγκαία τη λήψη πρόσθετων μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης για αυτές τις κατηγορίες, καθώς αντιμετωπίζουν συχνά αυξημένες οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες.
Η απουσία τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και το βάρος του πληθωρισμού
Ένα από τα βασικά σημεία κριτικής της ΟΚΕ αφορά τη μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων, παρότι τα τελευταία χρόνια ο πληθωρισμός έχει διαβρώσει σημαντικά τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ οι ονομαστικοί μισθοί μπορεί να αυξάνονται, η πραγματική αγοραστική δύναμη μειώνεται, καθώς οι πολίτες φορολογούνται σαν να έχουν πλουτίσει. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος που λαμβάνει ελαφρώς υψηλότερο μισθό εξαιτίας πληθωριστικών αυξήσεων μπορεί να «ανεβαίνει» σε υψηλότερο φορολογικό κλιμάκιο, πληρώνοντας περισσότερο φόρο χωρίς να έχει πραγματική βελτίωση στο βιοτικό του επίπεδο.
Η ΟΚΕ θεωρεί ότι αυτή η επιλογή οδηγεί σε αδικίες, καθώς το φορολογικό βάρος μεταφέρεται δυσανάλογα στους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους. Τονίζει επίσης ότι η διατήρηση των υψηλών συντελεστών έμμεσων φόρων (όπως ο ΦΠΑ) έχει περαιτέρω επιβαρύνει τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, εντείνοντας την ανισότητα.
Ελεύθεροι επαγγελματίες: Περιορισμένα οφέλη και καθυστέρηση στην εφαρμογή
Η ΟΚΕ εστιάζει και στους αυτοαπασχολούμενους, για τους οποίους τα οφέλη από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι ακόμη πιο περιορισμένα. Ο λόγος είναι ότι οι αλλαγές θα τεθούν σε ισχύ το δεύτερο εξάμηνο του 2027, ενώ στο μεταξύ θα έχουν αυξηθεί τόσο ο κατώτατος μισθός όσο και το κόστος ζωής. Έτσι, η πραγματική ελάφρυνση κινδυνεύει να εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό και τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
Επιπλέον, η φορολόγηση με βάση τεκμαρτά εισοδήματα παραμένει ένας παράγοντας αβεβαιότητας και αδικίας, αφού πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες καλούνται να πληρώσουν φόρους για εισοδήματα που στην πράξη δεν έχουν αποκτήσει.
Ζητήματα δικαιοσύνης σε ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ
Η ΟΚΕ στέκεται και σε δύο άλλες διατάξεις: τη μείωση του ΦΠΑ κατά 30% σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου και την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ πρώτης κατοικίας σε μικρούς οικισμούς. Παρότι αναγνωρίζει τη σημασία των κινήτρων για την περιφερειακή ανάπτυξη, η Επιτροπή θέτει ζήτημα ίσης μεταχείρισης. Για παράδειγμα, γιατί ευνοούνται μόνο τα νησιά με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, ή οι οικισμοί έως 1.500 κατοίκους, ανεξάρτητα από το πραγματικό οικονομικό τους προφίλ; Κατά την ΟΚΕ, απαιτούνται σαφέστερα και δικαιότερα κριτήρια για να αποτραπούν νέες ανισότητες.
Θετική αλλά ανεπαρκής η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης
Η οριζόντια μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης χαρακτηρίζεται θετική, ωστόσο η ΟΚΕ επισημαίνει ότι το πρόβλημα της φορολόγησης υποθετικών εισοδημάτων παραμένει. Ο «ανορθολογισμός» αυτός, όπως τον αποκαλεί, πλήττει τόσο τους μισθωτούς όσο και τους ελεύθερους επαγγελματίες, καθώς οδηγεί σε υπερφορολόγηση περιουσιακών στοιχείων ή καταναλωτικών συνηθειών που δεν αντανακλούν το πραγματικό εισόδημα.
Παράλληλα, οι προτεινόμενες ενδιάμεσες κλίμακες για τα εισοδήματα από ενοίκια θεωρούνται βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού μειώνουν τα υπερβολικά άλματα φορολογικών συντελεστών που ισχύουν σήμερα.
Ανάγκη για δικαιότερο φορολογικό σύστημα
Συνολικά, η γνωμοδότηση της ΟΚΕ καταδεικνύει πως το νέο φορολογικό πλαίσιο, παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, δεν επιτυγχάνει τον στόχο της δίκαιης κατανομής των βαρών. Οι ελαφρύνσεις συγκεντρώνονται κυρίως στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, ενώ οι οικονομικά ασθενέστεροι συνεχίζουν να επωμίζονται δυσανάλογο βάρος.
Η Επιτροπή καλεί την Πολιτεία να επανεξετάσει τη δομή της φορολογικής κλίμακας, να ενσωματώσει μηχανισμούς τιμαριθμικής προσαρμογής και να προχωρήσει σε πιο στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ των χαμηλόμισθων, των μερικώς απασχολούμενων και των μικροσυνταξιούχων. Μόνο έτσι, υπογραμμίζει, μπορεί να οικοδομηθεί ένα φορολογικό σύστημα που θα είναι όχι μόνο αποτελεσματικό, αλλά και κοινωνικά δίκαιο.
 
        


 
                        
