Ενα από τα βασικά προβλήματα που θα κληθούμε ως χώρα να αντιμετωπίσουμε θα είναι το Ασφαλιστικό.
Οπως υπογραμμίζει ο διδάκτωρ του Παντείου Βασίλης Μπέτσης, «ακόμα και αν αυξάνεται ο δείκτης γονιμότητας των γυναικών (που αυξήθηκε από το 1,34 παιδιά ανά γυναίκα το 2018 σε 1,43 παιδιά ανά γυναίκα το 2022), ο αριθμός των γεννήσεων θα μειώνεται. Αυτή η συνεχής μείωση των γεννήσεων, η οποία οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού, οδηγεί παράλληλα σε μείωση του εργατικού δυναμικού, το οποίο θα μειώνεται με ρυθμό 5% κάθε 10 έτη και μέχρι το 2070 θα έχει μειωθεί από τα 4,6 εκατομμύρια το 2020 στα 3,5 εκατομμύρια άτομα το 2070, σύμφωνα με τις μελέτες του AWG 2021 (Ageing Working Group) της Ε.Ε.».
Οπως τονίζει ο κ. Μπέτσης, «η υπογεννητικότητα βάζει σε κίνδυνο την αγορά εργασίας καθώς και τα συστήματα πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης. Ειδικότερα η μείωση των γεννήσεων θα επιφέρει και μείωση στα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα είτε να απαιτείται επιπρόσθετη κρατική χρηματοδότηση, είτε να πρέπει να μειωθούν οι μελλοντικές συνταξιοδοτικές παροχές. Οι απώλειες των εσόδων για το ασφαλιστικό σύστημα εκτιμάται από μελέτες που είχαμε κάνει το 2020 ότι θα είναι της τάξης των 50 δισ. ευρώ σε βάθος 50 ετών (2020-2070)».
Απ’ την πλευρά του, αναφερόμενος στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Πάνος Τσακλόγλου τονίζει ότι «χρέος της κυβέρνησης είναι να περιορίσει τις επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος. Κι αυτό γίνεται με την ενίσχυση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Οσο περισσότερα άτομα εργάζονται τόσο περισσότερο θα μειώνονται τα προβλήματα στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική ασφάλιση. Εφυγαν πολλοί εργαζόμενοι στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης. Δίνουμε κίνητρα να επιστρέψουν. Παράλληλα έχουμε κλείσει τα παράθυρα προς την πρόωρη συνταξιοδότηση προκειμένου να επιμηκυνθεί ο βίος εντός της αγοράς εργασίας».
Τι λέει ο ΙΟΒΕ
Σε ό,τι αφορά πάντως την αγορά εργασίας, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι οι δημογραφικές εξελίξεις οδηγούν τελικά σε μικρότερο αριθμητικά εργατικό δυναμικό, αλλά επίσης ότι αυτό θα έχει υψηλότερη μέση ηλικία και ως εκ τούτου θα έχει χαμηλότερη παραγωγικότητα, όπως τονίζει το ΙΟΒΕ. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να υπάρξει μερική αναχαίτιση των αρνητικών συνεπειών με τη θέσπιση κατάλληλων πολιτικών για αύξηση της προσφοράς και της παραγωγικότητας της εργασίας, ειδικά στις γυναίκες όλων των ηλικιακών ομάδων και στους άνδρες στις ηλικίες κάτω των 29 ετών και άνω των 60 ετών.
Επίσης, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, «απαιτείται η ανάπτυξη ενός συνεκτικού πλαισίου μεταναστευτικής πολιτικής με στόχο την καλύτερη ενσωμάτωση των μεταναστών στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας, την προσέλκυση περισσότερων αλλοδαπών υψηλής κατάρτισης και την εξασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών για ανακοπή των μεταναστευτικών εκροών και τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του εξωτερικού».
Παρεμβάσεις χρήζουν και στον τομέα της Υγείας, αφού επηρεάζεται σημαντικά απ’ τις δημογραφικές εξελίξεις. Και τούτο διότι καθώς αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης, το μέσο επίπεδο υγείας του πληθυσμού επιδεινώνεται και αυξάνεται η ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και για μακροχρόνια φροντίδα. «Αυτές οι εξελίξεις», όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, «δημιουργούν σοβαρές προκλήσεις για το εγχώριο σύστημα υγείας, το οποίο πάσχει από χρόνιες αδυναμίες.
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα υψηλό είναι το επίπεδο των άμεσων ιδιωτικών δαπανών για την υγεία (out-of-pocket payments) καθώς και η φαρμακευτική και νοσοκομειακή δαπάνη, ενώ πολύ χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ είναι οι πληρωμές για μακροχρόνια φροντίδα, πρόληψη και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Επομένως, οι δημογραφικές εξελίξεις οξύνουν περαιτέρω την ανάγκη για τη θέσπιση πολιτικών με στόχο τη βελτίωση της επάρκειας και της ετοιμότητας του συστήματος υγείας ως προς τις δημογραφικές και επιδημιολογικές αλλαγές, τη θωράκισή του απέναντι σε μελλοντικές χρηματοδοτικές πιέσεις και την προαγωγή ενός υψηλότερου επιπέδου υγείας και διαβίωσης για όλους».
www.newmoney.gr