Σημανδράκος vs Αυγενάκης: Πολιτική σύγκρουση με φόντο τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις επιδοτήσεις

Στο προσκήνιο της επικαιρότητας επανέρχεται το θέμα της λειτουργίας του ΟΠΕΚΕΠΕ, μέσα από την οξεία αντιπαράθεση του πρώην Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρη Αυγενάκη και του πρώην Προέδρου του Οργανισμού, Βαγγέλη Σημανδράκου. Η δημόσια σύγκρουση των δύο ανδρών αποκαλύπτει όχι μόνο μια βαθιά διαφωνία για τη διαχείριση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων, αλλά και θεμελιώδη ζητήματα διαφάνειας, πολιτικής ευθύνης και θεσμικής λειτουργίας.
Η αφορμή: Καταγγελίες χωρίς αποδείξεις;
Η αντιπαράθεση ξεκίνησε από τις δηλώσεις του Βαγγέλη Σημανδράκου, ο οποίος, με την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΟΠΕΚΕΠΕ, έκανε λόγο για «παρεμβάσεις», «πολιτικές πιέσεις» και «σκιές» στη διαχείριση των πληρωμών. Αν και απέφυγε να κατονομάσει πρόσωπα ή να δημοσιοποιήσει έγγραφα, οι δηλώσεις του άνοιξαν τη δημόσια συζήτηση, προκαλώντας την αντίδραση κομμάτων της αντιπολίτευσης και θέτοντας εκ νέου στο τραπέζι την ανάγκη για θεσμικό έλεγχο στον χώρο των αγροτικών επιδοτήσεων.
Η αντίδραση Αυγενάκη: Αποδόμηση και αντεπίθεση
Ο Λευτέρης Αυγενάκης δεν περιορίστηκε σε μια γενική αποδοκιμασία. Αντιθέτως, πέρασε στην αντεπίθεση, απορρίπτοντας κατηγορηματικά κάθε υπόνοια περί πολιτικών παρεμβάσεων, ενώ παράλληλα αποκάλυψε πως είχε αρνηθεί να υπογράψει την καταβολή 52 εκατομμυρίων ευρώ για περιπτώσεις δηλωμένων εκτάσεων χωρίς ζώα, κάνοντας λόγο για «εικονικές αιτήσεις» και ανάγκη για θεσμική κάθαρση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα προβλήματα δεν προήλθαν από την πολιτική ηγεσία, αλλά από εσωτερικές αντιστάσεις εντός του ίδιου του Οργανισμού, οι οποίες εμπόδιζαν τις διαδικασίες ελέγχου. Μάλιστα, κατηγόρησε τον Βαγγέλη Σημανδράκο για σύγκρουση συμφερόντων, καθώς –όπως δήλωσε– είχε εμπλακεί σε εταιρεία παροχής υπηρεσιών ΟΣΔΕ, γεγονός που εγείρει θεσμικά και ηθικά ζητήματα.
Η ουσία της διαφωνίας: Έλεγχος ή υπονόμευση;
Ο Σημανδράκος υποστηρίζει ότι οι ενέργειές του στόχευαν στην τήρηση των ευρωπαϊκών κανόνων και τη διαφάνεια στις πληρωμές, τονίζοντας ότι βρέθηκε υπό πίεση όταν επιχείρησε να βάλει φρένο σε αδιαφανείς διαδικασίες. Παρουσιάζει τη στάση του ως υπεράσπιση του θεσμικού ρόλου του ΟΠΕΚΕΠΕ απέναντι σε πολιτικές πιέσεις.
Αντίθετα, ο Αυγενάκης τον κατηγορεί ότι εργαλειοποίησε τον ρόλο του, δημιουργώντας τεχνητές εντάσεις και καθυστερήσεις, με στόχο να εξυπηρετήσει μικροκομματικές επιδιώξεις και προσωπικές στρατηγικές. Ιδιαίτερα επιμένει στη χρονική σύμπτωση ανάμεσα στις δηλώσεις Σημανδράκου και στη δρομολόγηση της πρότασης για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, αφήνοντας υπόνοιες ότι οι καταγγελίες έγιναν σε πολιτικό timing.
Το πολιτικό πλαίσιο: Ευθύνη, σύγκρουση, προοπτική
Η αντιπαράθεση δεν είναι απλώς προσωπική. Αγγίζει τις πιο ευαίσθητες πτυχές του ελληνικού κράτους: την απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, την αξιοπιστία των μηχανισμών πληρωμής, τη σύγκρουση συμφερόντων και τον ρόλο των θεσμικών προσώπων απέναντι στην εκτελεστική εξουσία.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να υποβαθμίσει το θέμα ως εσωτερική διαφωνία και διοικητική δυσλειτουργία, ενώ η αντιπολίτευση –κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ– βλέπουν στο πρόσωπο του Σημανδράκου έναν δυσαρεστημένο τεχνοκράτη που αποκαλύπτει σκοτεινές πτυχές της διοίκησης.
Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία φέρεται να έχει ζητήσει στοιχεία για πληρωμές, χωρίς –μέχρι στιγμής– να προκύπτει προσωπική εμπλοκή του Αυγενάκη. Ο ίδιος επικαλείται τη συνταγματική προστασία της υπουργικής ευθύνης και χαρακτηρίζει τη διαδικασία «τυπική».
Συμπέρασμα: Μια υπόθεση με θεσμικό αποτύπωμα
Το ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αφορά μόνο τις αγροτικές επιδοτήσεις. Είναι μια δοκιμασία για την ωριμότητα της διοίκησης, τη διαφάνεια στις δημόσιες πληρωμές και την ανεξαρτησία των θεσμών. Η αντιπαράθεση Αυγενάκη – Σημανδράκου ίσως αποδειχθεί η αφορμή για να ανοίξει μια πιο ουσιαστική συζήτηση γύρω από το πώς διαχειρίζεται το ελληνικό κράτος τα ευρωπαϊκά κονδύλια, πόσο πολιτικά ελέγχονται οι τεχνοκράτες και πού αρχίζει και τελειώνει η θεσμική ευθύνη.
Το αν θα φτάσουμε σε εξεταστική ή προανακριτική επιτροπή, αν θα προκύψουν ποινικές ευθύνες ή αν πρόκειται για μια πολιτική καταιγίδα χωρίς ουσία, θα φανεί το επόμενο διάστημα. Το σίγουρο είναι ότι η εικόνα της διοίκησης, ειδικά σε ευαίσθητους τομείς όπως ο αγροτικός, πλήττεται – και η εμπιστοσύνη των πολιτών δοκιμάζεται ξανά.