Ασφαλιστικό σε αναμονή: «Παγώνουν» τα όρια συνταξιοδότησης – Η παράταση στα όρια συνταξιοδότησης ανακουφίζει χιλιάδες εργαζομένους, όμως μεταθέτει το πρόβλημα για την επόμενη δεκαετία
Η απόφαση της κυβέρνησης να παρατείνει έως το 2029 τα ισχύοντα όρια συνταξιοδότησης προκάλεσε ανάμικτες αντιδράσεις. Για πολλούς ασφαλισμένους που βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότηση, το μέτρο ήρθε ως ευχάριστη είδηση: μια πολυπόθητη ανάσα που τους επιτρέπει να σχεδιάσουν την έξοδό τους χωρίς τον φόβο νέων αυξήσεων στα όρια ηλικίας. Ωστόσο, πίσω από αυτή την προσωρινή σταθερότητα κρύβεται μια πιο σύνθετη πραγματικότητα. Η απόφαση ενδέχεται να κοστίσει στο ασφαλιστικό σύστημα περίπου 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας, επιβαρύνοντας ένα ήδη εύθραυστο δημοσιονομικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, το «πάγωμα» των αλλαγών μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμο πολιτικό και κοινωνικό όφελος, αλλά μεταθέτει το πρόβλημα για αργότερα — εκεί όπου οι αριθμοί και οι γενιές δύσκολα θα επιτρέψουν άλλες αναβολές.
Η κυβέρνηση, επιλέγοντας να παγώσει τις αλλαγές, στέλνει σαφές πολιτικό μήνυμα σταθερότητας και κοινωνικής ευαισθησίας. Όμως, οικονομικά, το μέτρο δημιουργεί νέες προκλήσεις. Η επόμενη αξιολόγηση του συστήματος μετατίθεται για το τέλος του 2029, οπότε θα αποφασιστεί αν από 1η Ιανουαρίου 2030 θα απαιτηθεί νέα προσαρμογή των ορίων ηλικίας. Με άλλα λόγια, η αναβολή αυτή δεν καταργεί την ανάγκη μεταρρύθμισης· απλώς τη μεταθέτει για αργότερα.
Γιατί παγώνουν οι αλλαγές
Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα δεν έχει ανακάμψει πλήρως μετά την πανδημία, κάτι που δικαιολογεί την απόφαση. Τα στοιχεία της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής δείχνουν πως για τους άνδρες 65 ετών, το προσδόκιμο ζωής το 2023 διαμορφώθηκε στα 18,5 έτη – ελαφρώς χαμηλότερα από τα 18,7 έτη του 2013. Για τις γυναίκες, αντίθετα, υπήρξε μικρή άνοδος στα 21,7 έτη.
Η διαφορά θεωρείται οριακή, λιγότερη από μισό έτος, και όπως υπογραμμίζουν ειδικοί, δεν συνιστά λόγο για αυτόματη αναπροσαρμογή των ορίων. Έτσι, η κυβέρνηση προτίμησε τη σταθερότητα έναντι μιας τεχνικής αλλά κοινωνικά ευαίσθητης αλλαγής.
Το τίμημα του «παγώματος»
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του πρώην υφυπουργού Εργασίας, Πάνου Τσακλόγλου, η διατήρηση των σημερινών ορίων συνεπάγεται επιβάρυνση περίπου 1,1 δισ. ευρώ μέσα σε τέσσερα χρόνια. Πρόκειται για ποσό που καλείται να απορροφήσει ένα ασφαλιστικό σύστημα ήδη επιβαρυμένο από τη χαμηλή αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους – μόλις 1,7 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η δημόσια δαπάνη για συντάξεις ανέρχεται στο 15,7% του ΑΕΠ – ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των χωρών του Οργανισμού. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί στενά δημοσιονομικά περιθώρια για πρόσθετες παροχές ή για τη βιώσιμη χρηματοδότηση του συστήματος.
Οι ομάδες που επηρεάζονται
Η απόφαση για παράταση των ορίων δεν αφορά όλους με τον ίδιο τρόπο. Για ασφαλισμένους ηλικίας 50–55 ετών, το «πάγωμα» σημαίνει ότι έχουν επιπλέον χρόνο να θεμελιώσουν δικαίωμα πριν ενδεχόμενη αύξηση των ορίων στα 63 έτη και 6 μήνες. Για όσους είναι σήμερα 35–50 ετών, η επόμενη δεκαετία ενδέχεται να φέρει σταδιακές αυξήσεις, με πλήρη συνταξιοδότηση κοντά στα 64 έτη και με 42 χρόνια ασφάλισης. Οι νεότεροι εργαζόμενοι, από την άλλη, καλούνται να προετοιμαστούν για συνταξιοδότηση στα 67 ή ακόμη και πλησίον των 70 ετών, ειδικά αν έχουν διακεκομμένες περιόδους εργασίας.
Το δίλημμα της κυβέρνησης
Το μέτρο αποτελεί μια πολιτικά βολική αλλά οικονομικά απαιτητική λύση. Εξασφαλίζει βραχυπρόθεσμη ηρεμία, αποτρέποντας κοινωνικές αντιδράσεις σε μια περίοδο που η χώρα επιχειρεί να εδραιώσει την αναπτυξιακή της πορεία. Ωστόσο, δεν απαντά στα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα: τη γήρανση του πληθυσμού, τη χαμηλή απασχόληση και τη μειωμένη παραγωγικότητα.
Η δημογραφική πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις πιο γερασμένες κοινωνίες της Ευρώπης, ενώ οι γεννήσεις μειώνονται σταθερά. Αν δεν αυξηθεί η συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας, και αν δεν ενισχυθεί η παραγωγικότητα, το ασφαλιστικό θα συνεχίσει να λειτουργεί οριακά. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι χωρίς ευρύτερες παρεμβάσεις, η πίεση στις συντάξεις θα κορυφωθεί έως το 2035, με το ποσοστό δαπανών να παραμένει στο 15–16% του ΑΕΠ.
Το μέλλον μετά το 2029
Το «πάγωμα» δεν είναι παρά μια παράταση χρόνου – μια ανάπαυλα πριν τη δύσκολη συζήτηση που αναπόφευκτα θα έρθει στο τέλος της δεκαετίας. Τότε, η χώρα θα πρέπει να αποφασίσει αν θα προχωρήσει σε νέα αύξηση των ορίων ή αν θα αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους βιωσιμότητας, όπως η ενίσχυση των επαγγελματικών ταμείων, η μεγαλύτερη ιδιωτική συμμετοχή ή η σύνδεση των συντάξεων με την παραγωγικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, το ασφαλιστικό παραμένει μια ωρολογιακή βόμβα με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Η απόφαση της κυβέρνησης δείχνει πρόθεση σταθερότητας και στήριξης των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα υπενθυμίζει πως κάθε καθυστέρηση στη μεταρρύθμιση έχει κόστος. Γιατί, όπως δείχνει η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, στο τέλος οι αριθμοί —και οι γενιές— δεν συγχωρούν τις αναβολές.




